Ὁπλόσμιος

Ὁπλόσμιος
Ὁπλόσμιος, , epith. of Zeus in Arcadia, Arist.PA673a19, IG5 (2).344.18 (Orchom. Arc., iii B. C.); [full] Ὁπλοσμία, , of Hera in Peloponnesus, Lyc.614 ; prob.
A armed, in armour: [full] Ὁπλοδμία, name of a phyle at Mantinea, IG5(2).271.10 (iv B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Οπλόσμιος — Ὁπλόσμιος, ὁ (Α) 1. (ως προσωνυμία τού Διός στην Αρκαδία) ο ένοπλος 2. το θηλ. Ὁπλοσμία προσωνυμία τής Ήρας ή τής Αθηνάς στην Πελοπόννησο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Οπλοδμία] …   Dictionary of Greek

  • Ὁπλοσμίου — Ὁπλόσμιος armed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οπλοδμία — Ὁπλοδμία (Α) ονομασία φυλής στη Μαντίνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. Ὁπλοδμία, Ὁπλοσμία, Ὁπλόσμιος παρετυμολογικώς έχουν θεωρηθεί σύνθ. από τις λ. ὅπλον + ὀδμή / ὀσμή. Επίσης, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. ὁπλο δμ ία είναι σύνθ. από τη λ. όπλον και τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”